υδρογονόσωμα

υδρογονόσωμα
το, Ν
βιολ. κατηγορία μικροσωμάτων, τόπος αποταμίευσης θειούχων σιδηροπρωτεϊνών και φλαβοπρωτεϊνών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. hydrogenosome (< υδρογόνο + σώμα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”